-
1 ἐπι-προ-πίπτω
ἐπι-προ-πίπτω (s. πίπτω), darüber herfallen, sich darauf werfen, φορβάδι ἶσος ἐπιπροπεσών Ap. Rh. 4, 1449; Nic. Al. 396.
См. также в других словарях:
επιπροπίπτω — ἐπιπροπίτπω (Α) [προπίπτω] 1. ρίχνομαι πάνω σε κάτι ή κάποιον («φορβάδι ἴσος ἐπιπροπεσών», Απολλ. Ρόδ.) 2. εκτείνομαι … Dictionary of Greek